Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
Αν οι συγκεντρώσεις της Παρασκευής είναι ο τρόπος να ακουστεί το «ΟΧΙ» στον εκβιασμό, τότε κάθε πολίτης που αντιλαμβάνεται τη σημασία της ύπαρξης ανεξάρτητων και αποτελεσματικών θεσμών θα πρέπει να είναι εκεί. Και ας είχε βροντοφωνάξει το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του 2015.
Κάποιες φορές χρειάζεται να γινόμαστε αυτό-αναφορικοί. Όχι γιατί η γνώμη μας έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, αλλά γιατί είμαστε ένας ή μία από τους πολλούς που δεν έχουν την ευκολία ή τον χρόνο να δημοσιοποιούν μια σκέψη τους. Διαβάζω και ακούω τους προεξάρχοντες υπουργούς του πρώην ΛΑΟΣ, αυτούς που έχουν σηκώσει το «σκυμμένο κεφάλι» -αγνοώντας τη συμβουλή που έδωσε προ 25 ημερών ο Πρωθυπουργός στη διαβόητη συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha- και κουνάνε το δάχτυλο σε όποιον ετοιμάζεται να κατέβει στις συγκεντρώσεις της Παρασκευής. Ο ένας εξισώνοντάς τους με πολιτικάντηδες, ο άλλος αποκαλώντας τους περίπου «ψεκασμένους», ο τρίτος θυμίζοντάς τους τις κρεμάλες της πλατείας των «Αγανακτισμένων» και ένας τέταρτος εγκαλώντας τους που τάχα δεν νοιάστηκαν για τους νεκρούς στο Μάτι και στη Marfin. Και σκέφτομαι ότι η κυβέρνηση «σπρώχνει» το χαρτί της αντί-συστημικότητας για να κρατήσει κάθε συνετό πολίτη που αγωνιά για την προβληματική λειτουργία των θεσμών τούτης της χώρας. Κάθε θεσμικό κεντρώο, για να βάλουμε μια ταμπέλα. Πολλούς από εκείνους που στήριξαν τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019 και τώρα ντρέπονται. Υπάρχει άραγε καλύτερο παράδειγμα ανήθικου πολιτικού εκβιασμού;
Η αντίσταση σε έναν τέτοιο εκβιασμό δεν είναι απλώς μια ηθική πράξη. Είναι και μια ορθολογική πράξη. Γιατί η διαπίστωση των ανεπαρκειών στη διαχείριση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός δεν είναι τελικά σε θέση «να κάνουν την Ελλάδα καλύτερη». Προτίμησαν να κλείσουν όσα σημεία και όσες πτυχές του ζητήματος έμοιαζαν δυνητικά επιζήμιες, από τον φόβο για τις εκλογές που είχαν σχεδόν προκηρύξει για πριν το Πάσχα του 2023 και σφύριξαν «σιωπητήριο», μιλώντας για δύο χρόνια, αραιά και πού, για την ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη. Όμως όλα αυτά τα σημεία και οι πτυχές της τραγωδίας αναδύθηκαν ξανά μπροστά τους. Όχι από τους θεσμούς που ένα πολιτικό σύστημα χρειάζεται να έχει για να εξασφαλίζει την κοινωνική και ατομική γαλήνη. Αλλά από τους συγγενείς των νεκρών, πέντε καλούς ρεπόρτερ και άλλους δέκα επιστήμονες και ειδικούς, τρελαμένους με τη δουλειά τους. Όλους αυτούς που τις τελευταίες μέρες κατηγορούνται από συγκεκριμένους υπουργούς της κυβέρνησης ως συκοφάντες και υποκινούμενοι. Είναι οι δικές τους ατομικές, και πάντως άτυπες, δράσεις που τεκμηριώνουν την ανεπάρκεια του θεσμικού μας συστήματος και τελικά καθιστούν την αντίστασή μας στον πολιτικό εκβιασμό αναγκαία.
Αν οι συγκεντρώσεις της Παρασκευής είναι ο τρόπος να ακουστεί το «ΟΧΙ» στον εκβιασμό, τότε κάθε πολίτης που αντιλαμβάνεται τη σημασία της ύπαρξης ανεξάρτητων και αποτελεσματικών θεσμών θα πρέπει να είναι εκεί. Και ας είχε βροντοφωνάξει το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του 2015. Και ας είχε στηλιτεύσει την αναίσχυντη επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης Τσίπρα της νύχτας που κάηκαν ζωντανοί 104 άνθρωποι στο Μάτι. Και ας παγώνει στη σκέψη ότι οι τρεις νεκροί υπάλληλοι της Marfin ήταν άνθρωποι σαν εκείνον, στην ηλικία του, με παρόμοιο παρελθόν και με ίδια όνειρα.
Όχι, δεν είμαι τοξικός επειδή θα πάω στις συγκεντρώσεις της Παρασκευής, κύριε Μητσοτάκη. Απλώς ντρέπομαι να κοιτάξω στα μάτια όλες τις μάνες και όλους τους πατεράδες που έχασαν το παιδί τους εκείνη τη νύχτα. Και ταυτόχρονα φοβάμαι κάθε τρίτη μέρα που ανεβοκατεβαίνω στο Intercity της διαδρομής Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Αυτά τα δύο μου είναι αρκετά.
(Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας)