Του Γιώργου Λακόπουλου
Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία ένα κόμμα μπορεί κυβερνάει για πολλά χρόνια, αν μπορεί να κερδίζει διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Αλλά συνήθως σε κάθε εκλογικό κύκλο, απέναντι στην κυβέρνηση υπάρχει υπολογίσιμη αξιωματική αντιπολίτευση που διεκδικεί τη θέση της. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνηθεί μια χώρα.
Οσάκις, πριν τη λήξη της τετραετίας, διαπιστώνεται απόκλιση συσχετισμών, ανάμεσα στη Βουλή και το εκλογικό σώμα που την ανέδειξε, υπάρχει η λύση που ονομάζεται: εκλογές.
Στη σημερινή Ελλάδα διαμορφώνεται μια προβληματική εκδοχή κοινοβουλευτισμού.
Η κυβέρνηση γίνεται όλο και πιο αδύναμη, λόγω φθίνουσας επιρροής στο εκλογικό σώμα και πλευρά ο Πρωθυπουργός ως φορέας της προηγούμενης λαϊκής εντολής αποδυναμώνεται.
Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρακτικά δεν υπάρχει καν αξιωματική αντιπολίτευση -που να ενισχύεται ως κυβέρνηση εν αναμονή.
Αυτός που πήρε την αντίστοιχη εντολή από το εκλογικό σώμα, την κατέθεσε, το κόμμα του την εξαέρωσε και πλέον την ασκεί το τρίτο κόμμα των εκλογών, με μόνο κριτήριο την αριθμητική του Κοινοβουλίου.
Το κοινοβουλευτικό εκκρεμές δεν λειτουργεί, αν η κυβέρνηση πέφτει αλλά η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ανεβαίνει. Στις εκλογές θα χάσει την πλειοψηφία το ένα κόμμα, αλλά δεν θα βρίσκεται άλλο να την πάρει.
Μια προβληματική εκδοχή κοινοβουλευτισμού
Η κατάτμηση τους πολιτικού φάσματος τείνει να αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη: ο αφύσικος πολυκομματισμός στη νέα Βουλή, δύσκολα θα διαμορφώσει κυβερνητική πλειοψηφία με σταθερότητα.
Η διαδοχή κομμάτων στην εκτελεστική εξουσία θα λειτουργεί βιώσιμα, αν χάνοντας την κυβέρνηση το ένα κόμμα, δεν υπάρχει άλλο να την παραλάβει, ως εναλλακτική λύση.
Στο χώρο της «Δημοκρατικής Παράταξης», που έχει πλούσιο κυβερνητικό παρελθόν, ο βασικός λόγος είναι κατ’ εξοχήν πολιτικός: η έλλειψη ηγεσίας. Κανένα πρόσωπο δεν συσπειρώνει πλειοψηφικά, τις δυνάμεις της κοινωνίας στο κόμμα του.
Όταν δεν υπάρχει ηγεσία στο παρόν και δεν διαφαίνεται στο μέλλον, αναγκαστικά τα βλέμματα στρέφονται στο παρελθόν. Ήτοι, στον πολιτικό που αναδείχθηκε το 2015, ως φυσικός επικεφαλής αυτής της Παράταξης: τον Αλέξη Τσίπρα.
Απώλεσε τη δυναμική του, από λάθη που παρήγαγε η αντίληψη ότι είχε επικρατήσει ως «Αριστερά», λόγω του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά διαθέτει προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο, που τον ξεχωρίζει από τους άλλους του χώρου:
Έχει πρωθυπουργική εμπειρία μόλις στα 50 του, κυβέρνησε χωρίς ηθικά στίγματα-δηλαδή: δεν έκλεβε -και διαθέτει πολιτική επάρκεια, συγκροτημένο λόγο και ελκυστική σκηνική παρουσία.
Για πρώτη φορά από την ήττα και την παραίτησή του το 2023, ανέδειξε ότι έχει στρατηγική επιστροφής. Με την κοινοποίηση μιας πλατφόρμας -δίκην πυξίδας για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Εικάζεται ότι θα τη συμπληρώσει με αντίστοιχο κείμενο για τα εσωτερικά.
Είναι καλό σημάδι για Παράταξη που αναζητά αντίπαλο του Μητσοτάκη -ή του διάδοχου του στη ΝΔ: αν δεν μπορεί κάποιος με το προφίλ του Τσίπρα, δεν μπορεί κανένας άλλος.
Αλλά ο τέως Πρωθυπουργός βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Το κείμενο που ανάρτησε στον ιστότοπο του ομώνυμου Ινστιτούτου, είναι εξαιρετικό. Αλλά για… σεμινάριο.
Η Παράταξη -που τον τίμησε στο παρελθόν- δεν έχει ένδεια θέσεων, αλλά δράσεων. Δεν χρειάζεται νέο «Μανιφέστο», αλλά νέο πολιτικό Φορέα -με επικεφαλής που θα διαθέτει τις δικές του πολιτικές αρετές.
Δεν χρειάζεται κάποιον να περιγράφει το άλμα του Εμμανουήλ Καραλή, αλλά αυτόν που θα το κάνει…
Η αλλιώς: δεν της λείπει η Ρόδος, αλλά το πήδημα.