Πενταπλασιασμό των επιθέσεων σε βάρος δημοσιογράφων κατέγραψαν στη Γερμανία το 2020 οι «Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα» υποβιβάζοντας τη χώρα από την κατηγορία «καλή» στη κατηγορία «ικανοποιητική». Η ΜΚΟ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «δημοσιογράφοι πέφτουν θύματα βίας, προσβολών και απειλών κυρίως κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων αρνητών του κορωνοϊού». Και πράγματι το 75% των επιθέσεων λαμβάνουν χώρα σε μαζικές κινητοποιήσεις κατά των περιοριστικών μέτρων.
Αντιδρώντας στην έξαρση των επιθέσεων από αρνητές του κορωνοϊού δημοσιογραφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις τάσσονται υπέρ της συνοδείας των δημοσιογράφων από προσωπικό ασφαλείας σε μαζικές διαδηλώσεις. Τονίζουν μάλιστα ότι συχνά δημοσιογράφοι δεν αισθάνονται ότι η αστυνομία είναι σε θέση να διασφαλίσει τη σωματική τους ακεραιότητα υπό αυτές τις συνθήκες και αναφέρουν ως παράδειγμα την επίθεση σε βάρος φωτογράφου το Μάρτιο στο Κάσσελ όπου ξέσπασαν βίαια επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών.
Αποφασισμένες δηλώνουν οι αρχές να υπερασπιστούν την ελευθεροτυπία
Οι αρμόδιες αρχές δείχνουν να αφουγκράζονται το αίτημα των δημοσιογραφικών συνδικάτων. Ενδεικτικές οι δηλώσεις της αναπληρώτριας κυβερνητικής εκπροσώπου Ουλρίκε Ντέμερ: «Η ελευθερία του Τύπου, ραδιοφώνου και τηλεόρασης έχουν καθοριστικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Όποιος επιτίθεται στα μέσα ενημέρωσης επιτίθεται στη δημοκρατία. Για αυτό το λόγο οι επιθέσεις σε βάρος της ελευθεροτυπίας θα αντιμετωπίζονται με συνέπεια και με όσα προβλέπει το κράτος δικαίου».
Από τη πλευρά του ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εσωτερικών Στιβ Άλτερ παραδέχεται ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των μέτρων προστασίας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιογράφοι είναι σε θέση να επιτελέσουν απρόσκοπτα το έργο τους: «Νομίζω ότι είναι σαφές, πως θα πρέπει να υπάρξει ένας συντονισμός, μιας μορφή συνεργασίας με την αστυνομία. Ωστόσο, και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να συντονίζονται μεταξύ τους και να λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις των αστυνομικών, προκειμένου να περιορίσουν ενδεχόμενους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται, χωρίς να επηρεάζεται η δημοσιογραφική τους αποστολή».