Του Γιάνη Βαρουφάκη
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν η προσωποποίηση της πολιτικής στήριξης (με μέσα βίαιης λιτότητας και κατάλυσης των δημοκρατικών θεσμών) μιας νομισματικής ένωσης στην οποία ο ίδιος δεν πίστευε. Προσωποποιούσε δηλαδή την εκρηκτική αντίφαση που γέννησε την Κρίση του Ευρώ και τις (αναπόφευκτα αποτυχημένες) πολιτικές αντιμετώπισής της που οδήγησαν, από τη μία μεριά, στην φτωχοποίηση της Ελλάδας και, από την άλλη, στην σημερινή αποβιομηχάνιση της Γερμανίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης. Η Ιστορία θα τον κρίνει σκληρά, όχι όμως σκληρότερα από εκείνους που υπέκυψαν στις καταστροφικές του πολιτικές.
Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όσον αφορά την πολιτεία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από το βιβλίο μου ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ:
«Οι εκλογές δεν επιτρέπεται να αλλάζουν την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης»
Με την έναρξη της τοποθέτησής του ο Σόιμπλε έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στον Σαπέν. .Δεν μπορούμε., είπε έντονα, να επιτρέψουμε στις εκλογές να αλλάζουν την οικονομική πολιτική. Η Ελλάδα είχε υποχρεώσεις οι οποίες, με βάση τις συμφωνίες μεταξύ των προκατόχων μου και της τρόικας, δεν μπορούσαν να αναθεωρηθούν μέχρι την ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος. Το γεγονός ότι τo ελληνικό μνημονιακό πρόγραμμα ήταν αδύνατον να ολοκληρωθεί δε φαινόταν να τον απασχολεί. Αυτό που με εξέπληξε στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε περισσότερο κι από την άποψή του ότι οι εκλογές έπρεπε να αποψιλωθούν από τη δυνατότητα να αλλάζουν κάτι ουσιαστικό, ότι έπρεπε να καταργηθεί η δημοκρατική διαδικασία επί της ουσίας, αν όχι τύποις, ήταν ότι δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να την εκφράσει
- «Ως πατριώτης, όχι!»
Μόνο μια κίνηση πέρα από λογικά επιχειρήματα και ρητορική θα μπορούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Μια ανθρώπινη κίνηση, σκέφτηκα. Βόλφγκανγκ, μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;. τον ρώτησα ταπεινά. Έγνεψε καταφατικά. Ενθαρρυμένος προχώρησα:
«Είσαι στην πολιτική ζωή εδώ και σαράντα χρόνια. Εγώ μόνο εδώ και πέντε μήνες. Γνωρίζεις από τις προηγούμενες συναντήσεις μας πως παρακολουθώ με ενδιαφέρον τα άρθρα σου και τις ομιλίες σου από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Θα ήθελα να ξεχάσεις για μια στιγμή πως είμαστε υπουργοί, ώστε να σε συμβουλευτώ. Όχι να με διατάξεις τι να κάνω. Αλλά να με συμβουλεύσεις. Μπορείς να μου κάνεις αυτήν τη χάρη;
Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των σαστισμένων υφυπουργών του ξανάγνεψε καταφατικά. Αναθαρρεύοντας άλλη μία φορά, τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα:
«Στη θέση μου θα υπέγραφες το μνημόνιο;»
Περίμενα πως θα μου έδινε την αναμενόμενη απάντηση ότι, δεδομένων των περιστάσεων, δεν υπήρχε εναλλακτική, συνοδευόμενη από τα συνήθη επιχειρήματα που στερούνταν της οποιασδήποτε οικονομικής λογικής. Δεν το έκανε όμως. Αντ’ αυτού κοίταξε έξω από το παράθυρο. Για τα δεδομένα του Βερολίνου, ο καιρός ήταν ζεστός και ηλιόλουστος. Μετά γύρισε προς το μέρος μου και η απάντησή του με αποσβόλωσε:
«Ως πατριώτης, όχι. Είναι κακό για τον λαό σου.»