Η ήττα της ρωσικής πολιτικής είναι αναπόφευκτη αν υπάρξει ειρηνική διευθέτηση σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, υποστηρίζει, με λίγα λόγια, με άρθρο παρέμβαση στην ιστοσελίδα National Interest ο τουρκικής καταγωγής επίκουρος αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Εξωτερικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Georgetown, Sinan Ciddi… υπογραμμίζοντας την ιδιαίτερη σημασία του αμερικανικού παράγοντα, που πρέπει να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε, επιτέλους, να υπάρξει εξομάλυνση στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ…
Ειδικότερα, όπως λέει, το 2013, ένας πολιτικός σύμβουλος στην τουρκική πρεσβεία της Ουάσιγκτον μου ζήτησε να πάμε για μεσημεριανό ώστε να συζητήσουμε τα σχέδια και το όραμά μου για το Ινστιτούτο Τουρκικών Σπουδών, του οποίου ήμουν τότε εκτελεστικός διευθυντής.
Αφού παραγγείλαμε ένα γεύμα στο Zorba’s, ένα ελληνικό εστιατόριο στο Dupont Circle, καθίσαμε έξω και αρχίσαμε να μιλάμε στα τούρκικα.
Λίγα λεπτά αργότερα, η σερβιτόρα μας έφερε τα πιάτα και ρώτησε από ποιο μέρος της Τουρκίας καταγόμαστε.
Αφού της απαντήσαμε, είπε, με τη σειρά της, ότι ήταν Κύπρια και εξιστόρησε μια μικρή ιστορία με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους φίλους της από το χωρισμένο στα δύο πλέον νησί.
Αφού έφυγε, συνεχίσαμε τη συζήτησή μας, μέχρι που την είδαμε να επιστρέφει για να μας προσφέρει ένα δωρεάν επιδόρπιο που συνοδεύτηκε με την ελπίδα ότι μια μέρα το νησί θα επανενωθεί.
Σήμερα, δεν μπορώ να φανταστώ έναν Τούρκο διπλωμάτη να μου ζητάει να πάμε για μεσημεριανό γεύμα – και ακόμη κι αν το έκανε, πιθανότατα δεν θα ήταν σε ελληνικό εστιατόριο».
Η στάση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο από το 2019 έχει αυξήσει την ένταση σε σημείο τέτοιο που πλέον είναι η ένοπλη σύγκρουση είναι πολύ πιθανή.
Συνεπώς, σε αυτό το περιβάλλον, λέει ο Ciddi, «μια διευθέτηση του Κυπριακού θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί για την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα.
Είναι ένα πρόβλημα που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την επιρροή να επιλύσουν».
Με απλά λόγια, η επίλυση του Κυπριακού, του τελευταίου διαιρεμένου νησιού στην Ευρώπη, είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και θα μπορούσε να αποφέρει έναν μακρύ κατάλογο οφελών που ξεπερνούν τα γεωγραφικά συμφέροντα των περιφερειακών παραγόντων.
Σύμφωνα με τον Ciddi, «για να γίνουμε σαφείς, η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού δεν είναι απλή υπόθεση: ολόκληρες στρατιωτικές, διπλωματικές και πολιτικές σταδιοδρομίες έχουν ξεκινήσει και τελείωσαν στην Κύπρο: από την τουρκική εισβολή του 1974, που χώρισε το νησί στα δύο, και εξής…».
Το Κυπριακό απαιτεί σημαντικές διπλωματικές ενέργειες εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, συγκρίσιμες με αυτές που συνέβαλαν στην επίλυση της σύγκρουσης στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και στους Βαλκανικούς πολέμους.
Τούτου λεχθέντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν την αξία της Κύπρου – αν και σε περιορισμένο βαθμό.
Για παράδειγμα, πρόσφατα ήρθη το εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί στο νησί από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία (η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στο νότιο τμήμα του νησιού) να μπορέσει να στείλει τα υπάρχοντα αποθέματα σοβιετικών όπλων που είχε στην Ουκρανία.
Όμως, η κυβέρνηση Biden πρέπει να προχωρήσει παραπέρα και να ξεκλειδώσει όλες τις δυνατότητες που υπόσχεται πως θα προσφέρει μια ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού.
Αντίθετα, η αποτυχία επίλυσής του θα φέρνει την περιοχή και τον υπόλοιπο κόσμο πιο κοντά στον πόλεμο – ειδικά τώρα, που διανύουμε μια εποχή έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Πράγματι, χωρίς μια βιώσιμη λύση, αποδεκτή από τα εμπλεκόμενα μέρη, η ασφάλεια της Δύσης θα παραμείνει σε μια διαρκή κατάσταση ευαλωτότητας.
Γιατί απέτυχε το σχέδιο Ανάν
Το 2004, παρ’ ολίγον να επιτευχθεί λύση στην Κύπρο, και μάλιστα με την αιγίδα του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) Κόφι Ανάν.
Το σχέδιο προέβλεπε την επανένωση του νησιού, με μια χώρα η οποία θα αποτελούνταν από συνιστώσες πολιτείες.
Οι διαπραγματεύσεις ήταν μακρές και επίπονες, με κάθε πλευρά να προβαίνει σε σκληρές παραχωρήσεις.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, είχε συμφωνήσει να απομακρύνει το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής της παρουσίας από το νησί, που εκτιμάται περίπου σε 30.000 στρατιώτες.
Η Άγκυρα συμφώνησε επίσης να παραιτηθεί από εδάφη που κατέλαβε κατά την εισβολή.
Επίσης, οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να συμβιβαστούν με το μοίρασμα της εξουσίας με τους Τούρκους ομολόγους τους.
Επιπλέον, αν είχε επιτευχθεί συμφωνία, τα τουρκικά θα είχαν γίνει επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), κάτι το οποίο θα ήταν θετικό για τις προσπάθειες της Τουρκίας να γίνει πλήρες μέλος του μπλοκ.
Παρότι αμφότερα τα μέρη, σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, συμφώνησαν, η προσπάθεια τελικά κατέρρευσε λόγω του «όχι» των Ελληνοκυπρίων σε δημοψήφισμα.
Πέρα από τα παραπάνω, η αποτυχία επήλθε για άλλον έναν λόγο: επρόκειτο να επιτραπεί στην Κυπριακή Δημοκρατία να εισέλθει στην ΕΕ ανεξάρτητα από το αν θα υπήρξε συμφωνία με τους Τούρκους.
Με άλλα λόγια, η ηγεσία είχε ελάχιστα κίνητρα για να πετύχει το σχέδιο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα όλες οι πλευρές να κατηγορούν η μία την άλλη.
Επιπλέον, η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ έχει επιδεινώσει τις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Βρυξελλών.
Σε αυτό το σημείο, ούτε η Τουρκία, η Ελλάδα, ούτε οι δύο πλευρές στην Κύπρο βρίσκονται κοντά σε διευθέτηση.
Η Τουρκία επιμένει στη μη ρεαλιστική θέση της λύσης δύο κρατών, ενώ η Κύπρος και η Ελλάδα κάνουν το ελάχιστο -και αισθάνονται δικαιωμένες για αυτό- για να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ευρωπαϊκό πρόβλημα
Αν κάποιος έλεγε ότι το Κυπριακό είναι απλώς ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, ή ακόμα και απλώς το πρόβλημα των πλευρών που διαφωνούν, θα έκανε λάθος…
Η Tουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν είναι μέλος της ΕΕ
Τόσο η Κύπρος όσο και η Τουρκία εμποδίζουν την ένταξη της άλλης στην οντότητα της οποίας είναι μέλη λόγω των διαφορών τους.
Η συνεργασία για την εξασφάλιση ενός κοινού ευρωπαϊκού και διατλαντικού πλαισίου ασφαλείας, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ, είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό στρατηγικό ζήτημα ασφάλειας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η ικανότητα της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία συνδέεται αναμφισβήτητα με την έλλειψη συνολικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας που να ενώνει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Αν κάποιος αμφιβάλει για αυτό, αρκεί να αναλογιστεί την απόφαση του Ρώσου ηγέτη Vladimir Putin να εισβάλει στην Ουκρανία γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η ΕΕ δεν θα ήταν στρατιωτικό εμπόδιο στις φιλοδοξίες του.
Ενώ ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί (μέχρι στιγμής) να εκτίμησε λάθος την αποφασιστικότητα της Ευρώπης να τιμωρήσει οικονομικά τη Ρωσία, αυτό δεν έχει επηρεάσει την «ειδική στρατιωτική του επιχείρηση».
Ως εκ τούτου, στο μέλλον η αποτροπή των ρωσικών αλυτρωτικών ενεργειών θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και επανασχεδιασμένης δυτικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας που θα φέρει κοντά το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η επίλυση του Κυπριακού, το οποίο θα επιτρέψει τελικά στην Κύπρο να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Τουρκία να ενταχθεί στην ΕΕ – ή τουλάχιστον να συμπεριληφθεί σε οποιοδήποτε αναδυόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας.
Σημειώνεται πως το Κυπριακό συνδέεται άμεσα με την ανάγκη για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Από την αρχή του Ρωσο-Ουκρανικού Πολέμου, η Ευρώπη βίωσε δραματική μείωση των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Μια εναλλακτική και βιώσιμη πηγή φυσικού αερίου για την εξυπηρέτηση της ζήτησης βρίσκεται στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου.
Μέσω συνεργασίας με τις χώρες που αποτελούν το Φόρουμ Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (EMGF), η εξόρυξη και η μεταφορά αερίου, μέσω της Ελλάδας, στην Ευρώπη έχει πιθανότητες να αποβεί εμπορικά βιώσιμη.
Ωστόσο, η Τουρκία δεν είναι μέρος του EMGF – κυρίως επειδή δεν αναγνωρίζει την Κύπρο.
Ως αποτέλεσμα, η Άγκυρα αμφισβητεί το δικαίωμα της Κύπρου να αναθέτει συμβάσεις γεώτρησης σε δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, αναπτύσσοντας δικά της πλοία και γεώτρησης στα κυπριακά (και ελληνικά) ύδατα, συχνά συνοδευόμενα από πλοία του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού.
Παρότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει διπλωματικά το πάνω χέρι ως η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του νησιού, αυτό δεν αποτρέπει τον κίνδυνο να προκύψει σύγκρουση λόγω κάποιου εσφαλμένου υπολογισμού από τους Τούρκους, τους Έλληνες στρατιώτες.
Κάτι τέτοιο θα ήταν μια καταστροφική εξέλιξη που θα βύθιζε την Ευρώπη σε κατάσταση πολέμου – μάλιστα, τουλάχιστον δύο από τα αντιμαχόμενα μέρη θα ήταν μέλη του ΝΑΤΟ και δύο θα ήταν κράτη της ΕΕ.
Το μέλλον της προμήθειας φυσικού αερίου στην Ευρώπη περνά μέσα από την επίτευξη βιώσιμης πολιτικής λύσης για την Κύπρο.
Αμερικανοτουρκικά…
Τέλος, μια συμφωνία για την Κύπρο με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη σπίθα για την αναζωπύρωση των αμερικανικών και τουρκικών δεσμών, που επιδεινώθηκαν απότομα λόγω σημαντικών διαφορών σχετικά με τη Συρία και τον αγώνα για την εξάλειψη του Ισλαμικού Κράτους.
Aπό τότε οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των υποτιθέμενων «στρατηγικών εταίρων» έχει επιδεινωθεί σημαντικά, σε σημείο που η κυβέρνηση Trump αναγκάστηκε να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία λόγω της επιμονής του Προέδρου Recep Tayyip Erdogan να αγοράσει το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S400 – η τοξικότητα στη σχέση έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα.
Ο πρόεδρος Joe Bidn δεν μίλησε με τον Ερντογάν τους πρώτους δεκαοκτώ μήνες της θητείας του, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να εμποδίζει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Επομένως, μια αμερικανική διπλωματική επένδυση στο Κυπριακό μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που απαιτείται…
Έπειτα, Το όφελος για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση μπορεί να είναι τεράστιο: μια επανασύνδεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας για το Κυπριακό θα μπορούσε να δώσει κίνητρο στην Τουρκία να αποστασιοποιηθεί από τη Μόσχα.
Ένας διάλογος επικεντρωμένος στην επίλυση του ζητήματος θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης, να προσφέρει στην Άγκυρα εναλλακτικές λύσεις για την απαλλαγή από τους ρωσικούς πυραύλους S-400 και να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό να αποκτήσει τα τόσο απαραίτητα μαχητικά F-16.
Η κυβέρνηση Obama έχασε την ευκαιρία να ασχοληθεί με αυτό το θέμα, κυρίως επειδή το θεώρησε σχετικά ασήμαντο.
Αυτό το λάθος δεν πρέπει να επαναληφθεί, λέει ο Ciddi.
Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα που δύναται να αποσταθεροποιήσει την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Αλλά μέσω μιας ειρηνικής διευθέτησης, το ΝΑΤΟ και η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα μπορούσαν να ενισχυθούν με την επίλυση των τουρκικών και κυπριακών αντιρρήσεων που εμποδίζουν την αμυντική ολοκλήρωση.
Ο Sinan Ciddi είναι ειδικός στην τουρκική εσωτερική πολιτική και εξωτερική πολιτική. Απέκτησε το διδακτορικό του στις Πολιτικές Επιστήμες από τη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου το 2007.
Έχει συγγράψει πολυάριθμα επιστημονικά άρθρα, απόψεις και βιβλία για τη σύγχρονη τουρκική πολιτική και εξωτερική πολιτική.
Ο Ciddi γεννήθηκε στην Τουρκία και σπούδασε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πριν ενταχθεί στο MCU, ήταν Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Τουρκικών Σπουδών, που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο Georgetown (2011-2020).
Μεταξύ 2008-2011 ίδρυσε το πρόγραμμα Τουρκικών Σπουδών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Φλόριντα.
Ο Ciddi συνεχίζει να υπηρετεί ως Επίκουρος Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Εξωτερικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Georgetown.