Διπλασιάζονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες – Στρατηγική παραμονής στις αγορές και εξόφληση των GLF πριν το 2031
Το 2026 διαμορφώνεται ως χρονιά έντονης κινητικότητας για το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ο καθαρός δανεισμός αυξάνεται θεαματικά και η στρατηγική διαχείρισης του χρέους αποκτά επιθετικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού που κατέθεσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, ο καθαρός δανεισμός ανεβαίνει στα 13 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 8 δισ. ευρώ φέτος. Η αύξηση αυτή δεν συνδέεται μόνο με την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι οι ταμειακές χρηματοδοτικές ανάγκες σχεδόν διπλασιάζονται, φθάνοντας τα 30,1 δισ. ευρώ, έναντι 14,08 δισ. ευρώ το 2025. Η κυβέρνηση, ταυτόχρονα, συνεχίζει την πρακτική της πρόωρης αποπληρωμής δανείων από τα Μνημόνια, ακολουθώντας την κατεύθυνση που άνοιξε το 2025, όταν διέθεσε 5,3 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή των διακρατικών δανείων του GLF.
Διεύρυνση του μακροπρόθεσμου δανεισμού και ενεργοποίηση του «μαξιλαριού»
Το πρόγραμμα μακροπρόθεσμου δανεισμού για το νέο έτος ανεβαίνει στα 12,7 δισ. ευρώ, από 11 δισ. ευρώ το 2025. Το Δημόσιο θα καλύψει τις ανάγκες του μέσω νέων εκδόσεων, αλλά και με σημαντική ενεργοποίηση των ρευστών διαθεσίμων, τα οποία ανέρχονται σε 18,4 δισ. ευρώ. Η σύγκριση με το 2025 είναι ενδεικτική της νέας στρατηγικής: τότε χρησιμοποιήθηκαν μόλις 3 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι», ενώ για το 2026 αναμένεται αξιοποίηση πολύ μεγαλύτερου μέρους των διαθέσιμων πόρων προκειμένου να εξισορροπηθούν οι αυξημένες ανάγκες.
Η στρατηγική αυτή επιβεβαιώνει την επιλογή της κυβέρνησης να συνδυάσει την παρουσία στις αγορές με μια πιο ενεργητική διαχείριση των πόρων που συσσωρεύτηκαν τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή κάλυψη των υποχρεώσεων χωρίς την ανάγκη υπέρμετρης επιβάρυνσης της καμπύλης εκδόσεων.
Σταθερή παρουσία στις αγορές με χαρακτηριστικά οικονομίας ευρωζώνης
Για το 2026, το Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει μια δανειακή στρατηγική περιορισμένη σε πλήθος εκδόσεων, αλλά με σταθερό αποτύπωμα στις διεθνείς αγορές. Η λογική του σχεδιασμού επικεντρώνεται στη διατήρηση υψηλής ρευστότητας των τίτλων, στη θωράκιση της αξιοπιστίας του Ελληνικού Δημοσίου και στη μείωση του κόστους δανεισμού, μέσα από εκδόσεις που διατηρούν τη μακρά φυσική ωρίμανση του ελληνικού χρέους.
Ταυτόχρονα, αξιοποιούνται οι συνθήκες που επικρατούν στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης αποδόσεων. Η κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα πλεονεκτήματα του ελληνικού χαρτοφυλακίου, ώστε να διατηρήσει συνθήκες χρηματοδότησης συμβατές με εκείνες των χωρών της ευρωζώνης. Παράλληλα, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών χρέους, ιδίως προς τον επίσημο τομέα, με έμφαση στα διμερή δάνεια που δόθηκαν στο πλαίσιο των Μνημονίων.
Πρόωρη αποπληρωμή χρέους έως το 2031 και σταδιακή μείωση του συνολικού ύψους
Κεντρικός στόχος της κυβέρνησης παραμένει η εξόφληση των διμερών δανείων των ευρωπαϊκών χωρών που χορηγήθηκαν το 2010, έως το 2031, δηλαδή πολύ νωρίτερα από τη συμβατική λήξη τους. Η στρατηγική αυτή λειτουργεί διπλά: μειώνει το χρέος σε απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα εξοικονομεί μελλοντικό κόστος εξυπηρέτησης.
Όπως τόνισε ο Κυριάκος Πιερρακάκης, «η πρόωρη αποπληρωμή χρέους ενισχύει τη βιωσιμότητά του, μας δίνει μεγαλύτερη ευελιξία, μειώνει το κόστος δανεισμού και μας επιτρέπει να ανακτούμε την οικονομική κυριαρχία που είχαμε χάσει». Η δήλωση αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία πίσω από τη δέσμευση για σταδιακή απεξάρτηση από τα βαριά στοιχεία του παρελθόντος.
Σε επίπεδο αριθμών, το Δημόσιο Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υποχωρεί το 2026 στα 359,3 δισ. ευρώ, από 362,8 δισ. ευρώ το 2025. Η δαπάνη για χρεολύσια ανεβαίνει στα 8,5 δισ. ευρώ, έναντι 5,5 δισ. ευρώ φέτος, καθώς το 2026 περιλαμβάνει υψηλότερες λήξεις. Παράλληλα, το χρέος επιβαρύνεται με 6,7 δισ. ευρώ από δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, έναντι 3,4 δισ. ευρώ το 2025, γεγονός που αποτυπώνει την αυξημένη ροή πόρων μέσα από τον μηχανισμό χρηματοδότησης του NGEU.
