Του Γιώργου Λακόπουλου
Όσοι γνωρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα ξέρουν ότι δεν παίρνει μεγάλες αποφάσεις για το κόμμα του. Το θάρρος που έδειξε όταν παράκαμψε τη «συμβουλή» του Δημοψηφίσματος να αποσύρει τη χώρα από την Ευρωζώνη και όταν προχώρησε στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών -παρά τις απειλές του Καμμένου και το διαφαινόμενο πολιτικό κόστος απέναντι στον Μητσοτάκη- εξανεμίζεται , όταν τοποθετεί τον εαυτό του στο κομματικό πλαίσιο.
Ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ως Πρωθυπουργός, δεν έδειξε ποτέ αποφασιστικότατα απέναντι στα πρόσωπα που τον έβλαπταν. Ποτέ δεν «κατέβασε καντήλια» όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ποτέ δεν θα έλεγε σε κάποιον «πάρε τα μολύβια σου και φύγε τώρα» -όπως Ανδρέας Παπανδρέου.
Γι’ αυτό εν όψει των εκλογών του 2023 έμεινε αδρανής στις εισηγήσεις να ξηλώσει την προβληματική και κομματική γραφειοκρατία και να πάει στις κάλπες με νέα κυβερνώσα ομάδα και να κερδίσει. Δεν αποφάσισε καν να εντάξει τον ΣΥΡΙΖΑ στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και διαμορφώσει νεα ηγετική ομάδα.
Δεν μπορεί να μην ήξερε ότι δεν θα τον ψήφιζαν για να κάνει υπουργούς αυτούς με τους οποίους ηττήθηκε το 2019. Όμως έκανε «τομεάρχες» τα «βαρίδια» που τον έσερναν στο βυθό. Ό,τι και αν κέρδιζε ο ίδιος, εμφανιζόμενοι ως μέλλοντες υπουργοί έστελναν στα Τάρτατα την προσωπική του απήχηση στο εκλογικό σώμα.
Τη χάρισε στον αποσυνάγωγο Πολάκη ακόμη και όταν του έβγαλε δημοσίως γλώσσα,-όταν δεν τον ικέτευε να ψηφίσει νομοσχέδια και να προσέχει το… πληκτρολόγιό του. Δεν πέταξε από το ψηφοδέλτια τον Παππά όταν καταδικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο- ή νωρίτερα όταν δημοσιεύθηκαν τα «αιτήματά» του στον Μαρινάκη και η συνομιλία του με τον Μιωνή και άλλα.
Άφησε τη Δούρου υποψήφια στην περιφέρεια Αττικής και στη συνέχεια την έβαλε στο ψηφοδέλτιο επωμιζόμενος ο ίδιος ότι μετά το Μάτι, δεν παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη. Ποινική δεν είχε και κακώς δικάζεται. Δεν έκανε στην άκρη, τον Τζανακόπουλο, τον Φίλη, τον Βούτση, τον Παπαδημούλη και άλλους που ειχαν «καεί» -δικαίως- απέναντι στη κοινή γνώμη. Η επιβίωσή τους, μέσω των κομματικών μηχανισμών, απομάκρυνε νέα πρόσωπα και ακύρωνε την ανανέωση.
Είναι ενδεικτικές περιπτώσεις κακών πολιτικών, στους οποίους το εκλογικό σώμα δεν θα έδινε την εμπιστοσύνη του. Αλλά η απροθυμία του -πανίσχυρου- Τσίπρα να «τα βάλει» με «ανθρώπους που γνωρίζει χρόνια»- ό,τι και αν έκαναν, ήταν παροιμιώδης. «Αν δεν χύσεις αίμα, δεν γίνεσαι αρχηγός» του είπε πρώην πρωθυπουργός σε ένα διάδρομο της Βουλής. Ούτε που το διανοήθηκε.
Όπως δεν διανοήθηκε να πει στον Κασσελάκη να μην του περάσει από το μυαλό ότι θα συμφωνήσει με την υποψηφιότητα για την ηγεσία. Δεν ήταν μέλος του κόμματος, ούτε είχε σχέση με την Αριστερά.
Ακόμη χειρότερα: άφησε παλαιούς συνεργάτες του να τον αναδείξουν πρόεδρο, με το υπονοούμενο ότι έχει την έγκριση του Τσίπρα -απέναντι σε «υπονομευτές»! Και όταν ο Κασσελάκης τα έκανε μαντάρα ζητούσε από στελέχη να μην προχωρήσουν σε διάσπαση, αυτοϋπονομεύοντας την ουδετερότητά του και διαμορφώνοντας την εντύπωση ότι τον στηρίζει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σώζεται
Όλα αυτά δεν ωφέλησαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν τον Κασσελάκη και βεβαίως δεν βγήκαν σε καλό για τον ίδιο τον Τσίπρα. Πόσο μάλλον όταν ο σημερινός πρόεδρος, αφού αναδείχθηκε επικαλούμενος διαρκώς το όνομά του, συνεχίζει να το κάνει. Δολίως, αφού ταυτόχρονα δηλώνει ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί αν αποτύχει στις Ευρωεκλογές.
Το εννοεί, καθώς οργιάζουν οι φήμες ότι θα χρεώσει την ήττα στον Τσίπρα και το «άρρωστο» κόμμα που του παρέδωσε. Ήδη προετοιμάζεται με τις σπόντες που ρίχνει κάθε τόσο και με τον προσωπικό προσεταιρισμό προσώπων- που ήδη λειτουργούν ως… υπάλληλοί του.
Πού θα οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη αυτή η κατάσταση είναι προφανές. Αλλά ουδείς -εκτός της Κουμουνδούρου νοιάζεται. Και μόνο σε ανοησία μπορεί να αποδοθεί η φιλολογία ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψει στην ηγεσία ο Τσίπρας και θα σώσει το κόμμα. Δεν σώζεται.
Πρέπει όμως να σωθεί ο Τσίπρας. Να διατηρήσει πολιτικό του κεφάλαιο που του απέμεινε. Ώστε στην πορεία προς τις επόμενες εκλογές που οι αντιδεξιές δυνάμεις θα χρειαστούν ηγεσία για να φύγει ο Μητσοτάκης- και ασφαλώς δεν θα μπορούν οι μη πρωθυπουργήσιμοι Κασσελάκης, Ανδρουλάκης– να δηλώσει «παρών».
Για να ακουστεί από την Παράταξη που τον εμπιστεύθηκε, αλλά δεν της το ανταπέδωσε, πρέπει από τώρα να διακόψει τη σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Όσο υπάρχει αυτή η σύνδεση- δικαίως ή αδίκως. Και κυρίως πρέπει να έχει διώξει την υπόνοια ότι ο Τσίπρας θα αποδυναμώνεται. Η διέξοδος, είναι να ανεξαρτοποιηθεί στη Βουλή. Να απομακρυνθεί εμπράκτως από ένα κόμμα που δεν κατάφερε να τον παρακολουθήσει και να γίνει πόλος συσπείρωσης.
Πώς είναι δυνατόν ο φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Παράταξης -και όχι της «πρώτη φορά Αριστεράς»- που νίκησε τη Δεξιά το 2015 , και ο πρώην Πρωθυπουργός να ανήκει στην Κοινοβουλευτική Ομαδα κόμματος που έχει πρόεδρο τον Κασσελάκη και την «ηγετική ομάδα» που τον περιβάλει; Δεν είναι προσωπικό θέμα. Είναι υποχρέωση απέναντι στην Ιστορία και τη Δημοκρατική Παράταξη.
Να λειτουργήσει ως ανεξάρτητη πολιτική προσωπικότητα
Για να μην κρυβόμαστε, ο Τσίπρας είναι ο απολύτως υπεύθυνος για την τροπή που πήραν τα πράγματα μετά το 2019 στην Παράταξη και ο Μητσοτάκης του οφείλει την επικράτησή του- έτσι όπως χειρίσθηκε τις καταστάσεις και τα πρόσωπα.
Αλλά ο Τσίπρας παραμένει και ο μόνος που έχει τις προσωπικές προϋποθέσεις να ηγηθεί της προσπάθειας να αλλάξουν τα πράγματα, αφού μόνο αυτός μπορεί να αντιπαρατεθεί με τη Δεξιά και τον επικεφαλής της. Είναι ο δημιουργός του προβλήματος, αλλά και η λύση του.
Ώρα, λοιπόν, να πάρει αποφάσεις και να ξεκαρφιτσώσει από το πέτο την ταυτότητα του βουλευτή του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Να λειτουργήσει εντός και εκτός της Βουλής ως ανεξάρτητη πολιτική προσωπικότητα, χτίζοντας εξ αρχής σχέσεις, πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα και προσανατολισμούς.
Αν το κάνει με σχέδιο, αποφασιστικότητα, πρόγραμμα εμπροσθοβαρές επιτελείο- και ειλικρινή δημόσια αυτοκριτική για το παρελθόν-, στις επόμενες εκλογές θα είναι ο Παράκλητος των αντιδεξιών δυνάμεων. Θα είναι ο απαραίτητος επικεφαλής της Παράταξης και υποψήφιος Πρωθυπουργός της, στα μάτια των οπαδών της.
Ό,τι και αν λένε οι σημερινές παρέες στην Κουμουνδούρου και τη Χαρ. Τρικούπη δεν υπάρχει άλλος που να κάνει «γκελ» στην κοινωνία ως ηγέτης. Τι δεν καταλαβαίνουν όσοι εκμεταλλεύονται τον συναισθηματισμό του για να τον κρατήσουν στη φθορά;